- βιογένεση
- [-ις (-εως)] η филос, биогенез
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
βιογένεση — Στη βιολογία, θεωρία σύμφωνα με την οποία κάθε ζωντανός οργανισμός προέρχεται από άλλον οργανισμό με τον οποίο έχει μεγάλες ομοιότητες (ομοιογένεση). Η αρχή της β., omne vivum ex vivo, δηλαδή κάθε ζωντανό από ζωντανό διατυπώθηκε από τον Όσκαρ… … Dictionary of Greek
βιογένεση — η αντίθ. αυτόματη γένεση η βιολογική θεωρία που υποστηρίζει πως κάθε ζωντανός οργανισμός προέρχεται από γεννήτορες όμοιούς του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βι(ο)- — α συνθετικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < βίος. Χρησιμοποιείται ως α συνθετικό σε πολλές λέξεις της Αρχαίας, Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής και δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει σχέση με τη ζωή ή τα έμβια όντα. Πρβλ. βιολόγος, βιομήχανος αρχ. βιαρκής, βιοδότης,… … Dictionary of Greek
βιογενετικός — ή, ο ο σχετικός με τη βιογένεση … Dictionary of Greek
βιογονία — η η βιογένεση … Dictionary of Greek
βιογονικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στη βιογονία ή τη βιογένεση: Τα βιογονικά στάδια των ζωντανών οργανισμών παρακολουθούνται στα εργαστήρια με πειράματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)